- φαιδρυντρια
- φαιδρύντριαἥ прачка
(παιδὸς σπαργάνων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(παιδὸς σπαργάνων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαιδρύντρια — washer fem nom/voc sg φαιδρυντής cleanser fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρύντρια — ἡ, Α βλ. φαιδρυντής … Dictionary of Greek
φαιδρυντής — και φαιδυντής και φεδυντής, ὁ, θηλ. φαιδρύντρια, Α 1. αυτός που φαιδρύνει, που λαμπρύνει 2. το θηλ. ἡ φαιδρύντρια πλύντρια, πλύστρα 3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ φαιδρυνταί σύλλογος ιερέων τής Ολυμπίας με βασικό καθήκον τον καθαρισμό και τη… … Dictionary of Greek